ειδομαν

ειδομαν
    εἰδόμαν
    εἰδόμαν, ἰδόμᾱν
    дор. Trag. aor. 2 med. к *εἴδω См. ειδω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ειδομαν" в других словарях:

  • εἰδόμαν — εἰδόμᾱν , εἴδομαι see imperf ind mid 1st sg (doric aeolic) εἰδόμᾱν , εἴδομαι see imperf ind mid 1st sg (doric aeolic) εἰδόμᾱν , εἶδον see aor ind mid 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπλισμα — το (Α ὅπλισμα) [οπλίζω] νεοελλ. στρ. περιληπτική ονομασία τών εξαρτημάτων ή τών οργάνων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη βολή με πυροβόλα όπλα αρχ. 1. το σύνολο τών όπλων, τα όπλα, ο οπλισμός 2. εξοπλισμένος στόλος («Βοιωτῶν δ ὅπλισμα ποντίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»